μαγγανεύει

μαγγανεύει
μαγγανεύω
use charms
pres ind mp 2nd sg
μαγγανεύω
use charms
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαγγανευτικός — ή, ὁ (Α μαγγανευτικός, ή, όν) [μαγγανεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαγγανείες ή ο επιτήδειος στο να μαγγανεύει 2. το θηλ. ως ουσ. η μαγγανευτική η τέχνη τής μαγγανείας, θαυματοποιία, μαγεία, ταχυδακτυλουργία. επίρρ... μαγγανευτικώς και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”